ἐπαναφέρεται

ἐπαναφέρεται
ἐπαναφέρω
throw back upon
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • ανακύκλωση — Στην τεχνολογία, διάφορες μέθοδοι με τις οποίες ένα αντικείμενο επαναφέρεται στην αρχική φάση επεξεργασίας του και αξιοποιείται πάλι ως πρώτη ύλη για την κατασκευή νέων αντικειμένων. Η α. χρησιμοποιείται επίσης για την αξιοποίηση μέρους των… …   Dictionary of Greek

  • επανατάκτης — ο (πυροβ.) ισχυρό ελατήριο τού κιλλίβαντα με το οποίο επαναφέρεται ο σωλήνας τού πυροβόλου μετά την οπισθοδρόμησή του ύστερα από κάθε βολή …   Dictionary of Greek

  • ευανακόμιστος — εὐανακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.) 2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα κομίζω] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • θερμηλασία — Η εν θερμώ κατεργασία μετάλλου ή κράματος με σκοπό αυτό να λάβει καθορισμένες διαστάσεις και χαρακτηριστικές ιδιότητες. Το πόσο χαμηλή ή υψηλή πρέπει να είναι η θερμοκρασία εξαρτάται από το είδος που υφίσταται την κατεργασία. Τα πιο συνηθισμένα… …   Dictionary of Greek

  • κόρνερ — το 1. (στο ποδόσφαιρο) α) σφάλμα παίκτη που στέλνει την μπάλα πίσω από τη γραμμή τού τέρματος τής ομάδας του β) ποινή τής επαναφοράς τής μπάλας με κλοτσιά από αντίπαλο παίκτη, εξαιτίας τού παραπάνω σφάλματος γ) η γωνία τού γηπέδου απ όπου… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”